Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Μελέτη του Περιβάλλοντος: Ένα παράθυρο στον κόσμο


«Γιατί ζούμε μαζί σε κοινότητες;» (κοινωνία), «Χρειαζόμαστε όλα αυτά που αγοράζουμε;» (οικονομία), «Πώς φτάνει το νερό στο σπίτι μας;» (υπηρεσίες), «Από πού παίρνουμε ενέργεια;» (φυσική), «Μαλαματένιος αργαλειός κι ελεφαντένιο χτένι…» (πολιτισμός), «Τι είναι και πώς λειτουργεί το διαδίκτυο;», «Πώς είναι μια εφημερίδα;» (επικοινωνία-ενημέρωση) όλα αυτά αποτελούν ένα μικρό δείγμα από τα θέματα και τα ερωτήματα που μελετούν οι μικροί μαθητές και για τα οποία αναζητούν απαντήσεις με διερευνητικό τρόπο στο μάθημα της Μελέτης του Περιβάλλοντος με τα νέα σχολικά βιβλία. Η Μελέτη του Περιβάλλοντος (ΜτΠ) διδάσκεται στις τέσσερις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου από τρεις έως τέσσερις ώρες κάθε βδομάδα και συγκαταλέγεται -μαζί με τη Γλώσσα και τα Μαθηματικά- στους τρεις σημαντικούς τομείς μάθησης της σχολικής ηλικίας. Είναι, από τη φύση της, το μοναδικό διαθεματικό γνωστικό αντικείμενο στο δημοτικό, επειδή συνδυάζει και συνδέει αρμονικά στοιχεία από διάφορους επιστημονικούς κλάδους και αντικείμενα, όπως η Ιστορία, η Γεωγραφία, η Κοινωνιολογία, η Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή, η Οικονομία, η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, οι Φυσικές Επιστήμες, η Κυκλοφοριακή Αγωγή, κ.ά.
Η ΜτΠ δεν είναι ένα μάθημα που απλώς εξαντλείται στη διδασκαλία κάποιων θεμάτων και στην απόκτηση κάποιων γνώσεων για τον άνθρωπο και το περιβάλλον του, αλλά είναι ένα μάθημα που διασφαλίζει επιπλέον ευκαιρίες για συμμετοχή σε διαδικασίες μάθησης και συλλογική δράση. Ο μαθητής, δηλαδή, δεν μαθαίνει απλώς το μάθημά του, συμμετέχει στη διαμόρφωσή του, διότι, τόσο το περιεχόμενό του (θεματολογία), όσο κι η μέθοδος μελέτης των θεμάτων έχουν άμεση συνάφεια με την καθημερινότητα, τις δραστηριότητες, τον πολιτισμό και το μέλλον του ανθρώπου. Τα νέα σχολικά βιβλία της ΜτΠ στηρίζουν αυτή τη φιλοσοφία και μεθοδολογικά επικεντρώνονται σε τέσσερις τομείς: α) στην ανάπτυξη και στην περαιτέρω καλλιέργεια των γλωσσικών δεξιοτήτων των μαθητών, με κείμενα και δημιουργικές δραστηριότητες, β) στην απόκτηση επιστημονικού γραμματισμού, δηλαδή στην κατανόηση εννοιών, στην κατάκτηση οργανωμένου σώματος γνώσεων και στην εξοικείωση με την επιστημονική μεθοδολογία, μέσω της διεξαγωγής έρευνας στο άμεσο περιβάλλον των μαθητών ή στο πεδίο, γ) στην καλλιέργεια κοινωνικών δεξιοτήτων επικοινωνίας και συνεργασίας, υποστηρίζοντας την υπεύθυνη συλλογική δράση, και δ) στην κριτική σκέψη και στη δημιουργικότητα. Στο σημείο αυτό, αξίζει να τονίσουμε ότι τα κείμενα των βιβλίων της ΜτΠ έχουν εφαρμοσθεί πιλοτικά σε δείγμα 1210 μαθητών από σχολεία της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, του Βόλου, της Καλαμάτας με πολύ θετικά αποτελέσματα.
Σε πρόσφατο αφιέρωμα στα σχολικά βιβλία της Γλώσσας στην «Καθημερινή της Κυριακής» (15-10-06) ετέθη ως κεντρικό ερώτημα αν «Τα νέα βιβλία αλλάζουν το σχολείο». Ως μέλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και επιστημονική υπεύθυνη του μαθήματος της ΜτΠ θεωρώ ότι οι συγγραφικές ομάδες και τα μέλη των επιτροπών κρίσης είναι άξιοι συγχαρητηρίων για το ότι δούλεψαν ακαταπόνητα για να παραδώσουν ένα υψηλής ποιότητας προϊόν. Εργάστηκαν με το όραμα ότι τα σχολικά βιβλία και, μάλιστα, τα βιβλία της ΜτΠ, θα ανατρέψουν επί τα βελτίω την καθημερινή συμβατική σχολική πρακτική. Παρ΄ όλα αυτά, κρίνω ότι κάνουμε λάθος, όταν εγκλωβιζόμαστε στο βιβλιο-κεντρικό μας σύστημα και αναγάγουμε ένα διδακτικό μέσο σε ρυθμιστή της παιδαγωγικής σχέσης. Το σχολικό βιβλίο είναι εργαλείο με πεπερασμένες δυνατότητες χωρίς την προσωπική κατάθεση και παρέμβαση του εκπαιδευτικού είναι απλώς ένα ακόμα «τεχνούργημα». Κατά την άποψή μου, σημαντική καινοτομία των σχολικών βιβλίων της ΜτΠ είναι η αποδέσμευση που αυτά προτείνουν στον εκπαιδευτικό της πράξης από την προσκόλληση στα ίδια τα σχολικά βιβλία. Προσφέρουν ιδέες για τους εναλλακτικούς τρόπους με τους οποίους ο δάσκαλος με τους μαθητές του μπορούν να αυθεντικοποιήσουν την εργασία τους και να της προσδώσουν προσωπικό χαρακτήρα. Θεωρώ ότι η προσωπική κατάθεση, πράξη και δράση δίνει ευκαιρίες στη ΜτΠ ν΄ αναδιπλωθεί και να αποτελέσει καταλυτικό αντικείμενο στην αγωγή των μαθητών.